Σε αλλαγή του μοντέλου λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης ακινήτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, αλλά και των μεμονωμένων ιδιοκτητών, αναμένεται να οδηγήσει η επιβολή τέλους επιτηδεύματος σε κάθε ακίνητο ξεχωριστά, όπως προέκυψε με βάση την πρόσφατη διευκρινιστική εγκύκλιο της ΑΑΔΕ για τον κλάδο. Με βάση αυτήν, όσοι ιδιοκτήτες ή διαχειριστές έχουν από τρία ακίνητα και άνω στο χαρτοφυλάκιό τους, και ως εκ τούτου έχουν συστήσει ή πρόκειται να συστήσουν εταιρεία (βάσει των πρόσφατων αλλαγών στη νομοθεσία περί βραχυχρόνιων μισθώσεων), εφεξής θα πρέπει να δηλώνουν κάθε ακίνητο ως φορολογικό υποκατάστημα. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι κάθε ακίνητο ξεχωριστά θα υπόκειται σε τέλος επιτηδεύματος, που ορίζεται σε 600 ευρώ ετησίως.
Αν λοιπόν μια εταιρεία ελέγχει π.χ. 10 ακίνητα, που αποτελεί και τον μέσο όρο, θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον 6.000 ευρώ σε ετήσια βάση, με τη μορφή του τέλους επιτηδεύματος. Από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται τα αυτοτελή κτίρια. Αν δηλαδή σε ένα κτίριο έχουν δημιουργηθεί π.χ. 10 καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης και λειτουργούν ως τέτοια, τότε το τέλος επιτηδεύματος καταβάλλεται εφάπαξ.
Στελέχη της αγοράς αναφέρουν ότι αν δεν υπάρξουν αλλαγές και παραμείνει ως έχει η σχετική διάταξη, είναι προφανές ότι όσοι διαθέτουν 3-4 ακίνητα και βρίσκονται λίγο πάνω από το σχετικό όριο θα φροντίσουν να μεταφέρουν κάποιο εξ αυτών σε κάποιο συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο, ώστε να συνεχίσουν να λειτουργούν ως φυσικά και όχι ως νομικά πρόσωπα. Με τον τρόπο αυτό δεν θα έχουν καμία σχετική υποχρέωση με βάση τις πρόσφατες αλλαγές που θεσπίστηκαν και φυσικά δεν θα υπόκεινται σε ΦΠΑ, καθώς αυτός δεν επιβάλλεται αν κάποιος έχει έως δύο ακίνητα. Ουσιαστικά θα εξωθηθούν στο να λειτουργούν ως φυσικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα τελικά να προκύπτει το αντίστροφο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο, που ήταν να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα μέσω της υποχρέωσης των συγκεκριμένων ιδιοκτητών να συστήσουν εταιρείες.
Ακόμα πιο σημαντική όμως είναι και η επικείμενη αλλαγή στο μοντέλο λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης καταλυμάτων, που υπολογίζεται ότι ελέγχουν περίπου 50.000 ακίνητα πανελλαδικά ή περίπου το 35%-40% του συνόλου. Μέχρι σήμερα οι εταιρείες αυτές προχωρούσαν στη μίσθωση των ακινήτων απευθείας από τους ιδιοκτήτες και στη συνέχεια απέδιδαν ένα ποσοστό των πρόσθετων κερδών που προέκυπταν από την εκμετάλλευση μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης. Το υπόλοιπο το καρπώνονταν οι διαχειριστές. Οπως εξηγούν φορείς του κλάδου, αν δεν υπάρξει απόσυρση της σχετικής διάταξης, τα μισθωτήρια συμβόλαια θα λυθούν, τα καταλύματα θα περάσουν υπό τη διαχείριση των ιδιοκτητών τους και φυσικά επίσης δεν πρόκειται να πληρώνουν ΦΠΑ, αλλά ούτε και τέλος επιτηδεύματος. Ετσι, η πρόσφατη παρέμβαση θα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς θα χαθούν οι πόροι που είχε υπολογιστεί ότι θα εξοικονομηθούν από την επιβολή ΦΠΑ και τέλους επιτηδεύματος.
Εφόσον μετουσιωθούν σε πράξη τα παραπάνω, θα πρόκειται για ένα μετασχηματισμό του κλάδου των εταιρειών διαχείρισης καταλυμάτων, καθώς το μοντέλο λειτουργίας θα αφορά ουσιαστικά την παροχή υπηρεσιών και όχι την υπενοικίαση και τον διαμοιρασμό κέρδους με τους ιδιοκτήτες. Παράλληλα, θα οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που πιθανώς να προσδοκά η κυβέρνηση, δηλαδή την αύξηση των εσόδων από τη βραχυχρόνια μίσθωση και το να δημιουργηθούν κίνητρα σε μερίδα ιδιοκτητών προκειμένου να μεταφέρουν τα ακίνητά τους στη μακροχρόνια μίσθωση.
Οπως τονίζουν στελέχη της αγοράς, ένα ακίνητο που βρίσκεται σε μια περιοχή υψηλής τουριστικής ζήτησης, όπως π.χ. το εμπορικό τρίγωνο, είναι πολύ δύσκολο να επιστρέψει στη μακροχρόνια μίσθωση, καθώς τα έσοδα που προκύπτουν από τη βραχυχρόνια μίσθωση είναι πολλαπλάσια. Ωστόσο, κάποια ακίνητα τα οποία σήμερα είναι πιο οικονομικά για τους επισκέπτες ακριβώς λόγω της τοποθεσίας τους (π.χ. στην πλατεία Αττικής ή στην Αγίου Κωνσταντίνου, στην Κυψέλη ή στους Αμπελοκήπους) είναι πιθανό να επιστρέψουν στη μακροχρόνια μίσθωση.
Εν τω μεταξύ, το πιθανότερο είναι ότι οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες για το πλαίσιο λειτουργίας της βραχυχρόνιας μίσθωσης δεν θα σταματήσουν εδώ. Οπως έχει προαναγγείλει και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, αναμένονται κι άλλες παρεμβάσεις, πιθανώς από το φθινόπωρο και μετά, με όλα τα ενδεχόμενα να είναι ανοιχτά. Ενα εξ αυτών αφορά την επιβολή περιορισμών ως προς τον χρόνο εκμετάλλευσης σε ετήσια βάση (π.χ. 90 ή ακόμα και 60 ημέρες τον χρόνο), όπως επίσης και πρόσθετες υποχρεώσεις ως προς τον τρόπο λειτουργίας και τις προδιαγραφές που θα πρέπει να έχουν τα ακίνητα με βάση σχέδιο που επεξεργάζεται το υπ. Τουρισμού.