Δύο ελληνικές αρχαιότητες που είχαν απομακρυνθεί παράνομα από τη χώρα, επαναπατρίστηκαν στις 23 Ιανουαρίου από τη Βέρνη της Ελβετίας.
Σύμφωνα με το υπουργείο Πολιτισμού, πρόκειται για ενα θραύσμα λίθινης επιγραφής (διαστάσεων 0,186μ. Χ 0,169μ. Χ 0,086μ.), από την οποία σώζονται αποσπασματικά πέντε στίχοι με κύρια ονόματα. Η επιγραφή χρονολογείται στους ελληνιστικούς χρόνους (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ) και φέρεται ότι προέρχεται από την Κω.
Το δεύτερο αντικείμενο είναι ένα θραύσμα μαρμάρινου ιωνικού κιονοκράνου (διαστάσεων 0,228μ. Χ 0,228μ. Χ 0,17μ), που χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους (1ος – 2ος αι. μ.Χ.) με φερόμενη προέλευση την Αρχαία Αγορά της Κορίνθου.
Οπως αναφέρει το ΥΠΠΟ, οι αρχαιότητες παραδόθηκαν από Ελβετούς πολίτες στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του Καντονιού των Γκριζόν, η οποία τεκμηρίωσε την ελληνική προέλευσή τους.
Σε εφαρμογή διμερούς συμφωνίας μεταξύ του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και της ελληνικής κυβέρνησης, για τον επαναπατρισμό πολιτιστικών αγαθών, το Ομοσπονδιακό Γραφείο Πολιτισμού της Ελβετίας ενημέρωσε την ελληνική πρεσβεία στη Βέρνη και τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών, ως αρμόδια υπηρεσία του ΥΠΠΟ.
«Ο επαναπατρισμός των δύο αρχαίων αντικειμένων καταδεικνύει την αποτελεσματικότητα των διμερών συμφωνιών για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών που έχει συνάψει η Ελλάδα με πολλά κράτη, σε εφαρμογή σχετικής προτροπής της Σύμβασης της Unesco του 1970 “Ληπτέα μέτρα διά την απαγόρευσιν και παρεμπόδισιν της παρανόμου εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως της κυριότητος των πολιτιστικών αγαθών”», αναφέρει σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Πολιτισμού.
Προσθέτει δε πως «αποτελεί απόδειξη της επίδρασης των ποικίλων δράσεων που υλοποιούνται τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο για την ευαισθητοποίηση των πολιτών στο ζήτημα της αρχαιοκαπηλίας και την ανάγκη προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς».