Οι ευρωεκλογές σηματοδότησαν το τέλος της παντοδυναμίας Μητσοτάκη και δρομολόγησαν σημαντικές αλλαγές στον πολιτικό χάρτη οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη.
Αν και το τελευταίο διάστημα η προσοχή των ΜΜΕ ήταν στραμμένη στις εξελίξεις στην Κεντροαριστερά με την επανεκλογή Ανδρουλάκη και την αποπομπή Κασσελάκη, τα πιο σημαντικά γεγονότα συμβαίνουν στην ελληνική Δεξιά. Η αυξημένη σημασία τους απορρέει τόσο από αυτή καθαυτή τη βαρύτητά τους όσο και από τον κεντρικό ρόλο που έχουν η Δεξιά και η Ακροδεξιά στο πολιτικό παιχνίδι. Η Κεντροαριστερά και η Αριστερά, αποδυναμωμένες και πολυδιασπασμένες, δεν μπορούν προς τα παρόν να πρωταγωνιστήσουν στα πολιτικά πράγματα.
Το στρατηγικό ερώτημα
Η σύγκρουση στη Δεξιά έχει στρατηγικό χαρακτήρα και διεξάγεται σε δύο μέτωπα τα οποία σε ορισμένα σημεία διαπλέκονται.
Το στρατηγικό ερώτημα που καλείται να απαντήσει η ελληνική Δεξιά είναι αυτό που αντιμετωπίζει η Δεξιά σε όλη την Ευρώπη και γεννάται από τη ραγδαία άνοδο της Ακροδεξιάς:
Το αύριο της Δεξιάς είναι στο μεσαίο χώρο και σε ένα κεντροδεξιό πολιτικό πλαίσιο το οποίο ενσωματώνει στοιχεία από την Ακροδεξιά έως τις παρυφές της Κεντροαριστεράς ή απαιτείται μια αποφασιστική στροφή προς τα δεξιά σε πολύ πιο σκληρές συντηρητικές θέσεις που λίγο διαφέρουν από αυτές της Ακροδεξιάς;
Το βασικό πολιτικό επιχείρημα της «κεντροδεξιάς» γραμμής είναι ότι όποιος κατακτά ηγεμονική θέση στον χώρο του Κέντρου αποκτά πρόσβαση σε πολλαπλά κι ευρέα ακροατήρια. Επομένως, αποκτά μείζον εκλογικό πλεονέκτημα. Η άλλη πλευρά επισημαίνει ότι έχει παρέλθει η «χρυσή εποχή» του μεσαίου χώρου. Η άνοδος της Ακροδεξιάς έχει αλλάξει το πολιτικό τοπίο σε βασικές χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία, όπου τα ακροδεξιά κόμματα κυριαρχούν στο συντηρητικό χώρο, έχοντας εξοβελίσει την παραδοσιακή Δεξιά. Κατ’ αυτή τη γραμμή, ένα ηγεμονικό πρόγραμμα δεν μπορεί παρά να έχει ως πυλώνα μια σύγχρονη εκδοχή του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια.
Είναι προφανές βέβαια ότι οι ιδεολογικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις υποκρύπτουν συγκρούσεις οργανωμένων υλικών συμφερόντων και προσωπικών φιλοδοξιών.
Σε δύο μέτωπα
Το ένα μέτωπο στο οποίο διεξάγεται η σύγκρουση για τον στρατηγικό προσανατολισμό της ελληνικής Δεξιάς είναι αυτό μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και των ακροδεξιών κομμάτων. Μετά από δύο αλλεπάλληλα εκλογικά ρεκόρ (12,89% στις βουλευτικές εκλογές και 16,71% στις ευρωεκλογές), το δημοσκοπικό άθροισμα Βελόπουλου, Λατινοπούλου και Νίκης αρχίζει να προσεγγίζει τη ζώνη του 20%. Φαίνεται ότι η Ακροδεξιά εξελίσσεται σε βασικό υποδοχέα της δυσαρέσκειας για την κυβερνητική πολιτική. Πέρα από τις γενικόλογες καταγγελίες για την ακρίβεια οι οποίες όμως δεν θίγουν ποτέ τα μεγάλα συμφέροντα, οι ακροδεξιοί κατά κύριο λόγο εγκαλούν την κυβέρνηση για υποχωρητικότητα απέναντι στην Τουρκία και ανεκτική στάση απέναντι στη μετανάστευση.
Υπό την πίεση των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών και των ευρημάτων των δημοσκοπήσεων, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει πλέον τους ακροδεξιούς ως επικίνδυνους πολιτικούς αντιπάλους και όχι ως γραφικούς. Είναι ενδεικτικό ότι στη συνέντευξη Τύπου μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιτέθηκε στα ακροδεξιά κόμματα: «Διαπιστώνω ότι υπάρχουν πολλές εξαιρετικά ακραίες φωνές στην Ελλάδα, από κόμματα τα οποία βρίσκονται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας και από διάφορα ΜΜΕ, τα οποία περίπου κατηγορούν την κυβέρνηση, εμένα, τον υπουργό Εξωτερικών, ότι είμαστε «μειοδότες», γιατί κάνουμε τι; Γιατί συζητάμε με την Τουρκία; Αναρωτιέμαι: πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν εμείς προστατεύαμε τα σύνορα της Ελλάδος στον Έβρο; Πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν εμείς επεκτείναμε τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια στο Ιόνιο; Όταν υπογράφαμε την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη με την Αίγυπτο, δημιουργώντας κυριαρχικά δικαιώματα με τη βούλα, με το νόμο; Πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν αγοράζαμε τις Belh@rra, τα Rafale; Όταν κάναμε την παραγγελία για τα F-35;». Συνεχίζοντας, ο πρωθυπουργός έκανε λόγο «πατριώτες της φακής».
Το ζήτημα βέβαια είναι ότι ενώ ο Μητσοτάκης επιτίθεται στα ακροδεξιά κόμματα, το επιχείρημα του έχει ως αφετηρία τις αντιλήψεις της σκληρής Δεξιάς για τα ελληνοτουρκικά και τη μετανάστευση. Αυτού του είδους η επιχειρηματολογία μπορεί να είναι αποδοτική βραχυχρόνια, αλλά μακροπρόθεσμα νομιμοποιεί την ακροδεξιά ρητορεία.
Σαμαράς και Βενιζέλος
Το δεύτερο μέτωπο στο οποίο διεξάγεται η σύγκρουση για τον στρατηγικό προσανατολισμό της Δεξιάς είναι εντός της Νέας Δημοκρατίας. Πρωταγωνιστές είναι ο Κώστας Καραμανλής και Αντώνης Σαμαράς. Οι δύο πρώην πρωθυπουργοί με τις ομιλίες τους σε εκδήλωση στο Πολεμικό Μουσείο τον περασμένο Ιούλιο ζήτησαν (με διαφορετική ένταση) στροφή της ΝΔ σε πιο καθαρές και σκληρές θέσεις. Η άρνησή τους να παρευρεθούν στο γενέθλιο πάρτι στις αρχές του μήνα, έστειλε το συμβολικό μήνυμα ότι αντιμετωπίζουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη από τις θέσεις της εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Με τους δύο πρώην πρωθυπουργούς συμπορεύεται μια ομάδα 20 και πλέον βουλευτών η οποία με συνεχείς ερωτήσεις που καταθέτουν στη Βουλή ασκούν σκληρή κριτική στην κυβερνητική πολιτική -η πιο πρόσφατη ερώτηση ήταν του Νικήτα Κακλαμάνη για τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος. Όχι τυχαία, οι ερωτήσεις της νεοδημοκρατικής εσωκομματικής αντιπολίτευσης απευθύνονται κατά κύριο λόγο στον Κωστή Χατζηδάκη, που θεωρείται πιστός στον Μητσοτάκη και το όνομά του «παίζει» πολύ στα σενάρια «βελούδινης» διαδοχής.
Η απάντηση
Η ενδονεοδημοκρατική αντιπαράθεση γίνεται πλέον ανοιχτά, με βασικό πεδίο τα ελληνοτουρκικά. Από την Κύπρο ο Αντώνης Σαμαράς στηλίτευσε τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στην Τουρκία, υποστηρίζοντας ότι «τα «ήρεμα νερά», όταν οδηγούν σε σιωπηλή αποδοχή τετελεσμένων, φέρνουν πάντα τεράστιες φουρτούνες». Έκανε επίσης λόγο για επιζήμιες λύσεις που μαγειρεύονται στο Αιγαίο.
Η κυβέρνηση έχει εγκαταλείψει πλέον τη στάση του «δεν σχολιάζουμε τον πρώην πρωθυπουργό» και του επιστρέφει τα βέλη. Ο Μητσοτάκης από τις Βρυξέλλες θύμισε ότι ο Σαμαράς ως πρωθυπουργός «συναντήθηκε με τον κ. Ερντογάν και επί διακυβέρνησης του κ. Σαμαρά και με υπουργό τον κ. Βενιζέλο γινόντουσαν και διερευνητικές επαφές».
Από την πλευρά του, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης τόνισε: «Οι απόψεις του πρώην πρωθυπουργού είναι γνωστές. Δεν υπάρχει ούτε μία δήλωση κυβερνητικού στελέχους που να μιλάει για υποχωρητικότητα».
Παραδοσιακά τα ελληνοτουρκικά αποτελούν προνομιακό πεδίο για εύκολη αντιπολίτευση αφού η δωρεάν εθνική πλειοδοσία έχει αποδειχτεί ξανά και ξανά κομματικά προσοδοφόρα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει κανείς την αίσθηση ότι τα ελληνοτουρκικά χρησιμοποιούνται ως συμβολικό πεδίο για τη χάραξη των γραμμών αντιπαράταξης εντός της ΝΔ.
Μπαλαντέρ η Λατινοπούλου
Στη σύγκρουση για τον προσανατολισμό της ελληνικής Δεξιάς η Λατινοπούλου κρατάει μια θέση μπαλαντέρ. Από τη μια μεριά, ηγείται ενός ακροδεξιού κόμματος που ανταγωνίζεται τη ΝΔ. Από την άλλη, μιλάει ως η φωνή της «προδομένης βάσης της Νέας Δημοκρατίας» και η κριτική της στρέφεται αποκλειστικά εναντίον του Κυριάκου Μητσοτάκη. Είναι ενδεικτική της στάσης η προτροπή της να προταθεί για την Προεδρία της Δημοκρατίας είτε ο Κώστας Καραμανλής είτε ο Αντώνης Σαμαράς. Το τελευταίο διάστημα η Λατινοπούλου υποδέχεται στο κόμμα της μεσαία στελέχη της ΝΔ που αποχωρούν από το κυβερνών κόμμα.
Η Λατινοπούλου διαμορφώνει λοιπόν μια γκρίζα ζώνη όπου διαπλέκονται το μέτωπο ΝΔ-Ακροδεξιάς με το ενδονεοδημοκρατικό μέτωπο. Γι’ αυτό άλλωστε εκτός από αντίπαλος θεωρείται δυνάμει κυβερνητικός εταίρος της Νέας Δημοκρατία.
Τα πρώτα αποτελέσματα
Μπορεί να είναι άδηλη προς το παρόν η έκβαση της σύγκρουσης στην ελληνική Δεξιά, αλλά κάποια πρώτα αποτελέσματα είναι εμφανή. Η κυβέρνηση υιοθετεί ολοένα πιο σκληρές δεξιές θέσεις, ενώ φιλελεύθερες πολιτικές όπως ο γάμος των ομόφυλων, ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Υπό αυτή την έννοια, το στρατηγικό ερώτημα της Δεξιάς μπορεί να απαντηθεί στην πράξη δια της διολισθήσεως. Επιπλέον, μοιάζει απίθανη οποιαδήποτε σημαντική εξέλιξη στα ελληνοτουρκικά, αφού η εσωκομματική αντιπολίτευση της ΝΔ τη θεωρεί casus belli. Τέλος, η εμφάνιση για πρώτη φορά εσωκομματικής αντιπολίτευσης στον Μητσοτάκη αποδυναμώνει περαιτέρω μια ήδη εξασθενημένη κυβέρνηση.
Το πρόβλημα για τις προοδευτικές δυνάμεις είναι ότι μια (ακρο)δεξιά αντιπολίτευση σε μια δεξιά κυβέρνηση μετατοπίζει τον άξονα του πολιτικού σκηνικού ακόμα πιο δεξιά.